θίξει

θίξει
θίξις
touching
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
θίξεϊ , θίξις
touching
fem dat sg (epic)
θίξις
touching
fem dat sg (attic ionic)
θιγγάνω
touch
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Στρατόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος κιθαρωδός και ποιητής που έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Αλέξανδρου. Είχε γράψει πολλά ποιήματα και σατιρικά επιγράμματα εναντίον των ισχυρών της εποχής του. Αυτός είναι και ο λόγος που τον σκότωσε ο τύραννος …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… …   Dictionary of Greek

  • Γεράκης, Κωνσταντίνος — (Αργοστόλι, Κεφαλονιά 1647 – Μπανγκόκ 1688). Έμπορος από την Κεφαλονιά, διάσημος για τα ανώτατα αξιώματα που κατέκτησε στο Σιάμ (Ταϊλάνδη) και τη συμβολή του στον εκχριστιανισμό της χώρας αυτής. Στην αρχή, ως υπάλληλος της Αγγλικής Εταιρείας των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… …   Dictionary of Greek

  • Καρκαβίτσας, Ανδρέας — (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) ακολούθησε τον στρατό ως… …   Dictionary of Greek

  • Ρεσίτ πασάς Μουσταφά — (1800 – 1858). Τούρκος διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε πρέσβης στο Παρίσι και στο Λονδίνο και, με την παραμονή του στις πόλεις αυτές, επηρεάστηκε από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Στο διάστημα μεταξύ 1837 και 1845 διετέλεσε συχνά υπουργός των… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”